- ἀχθοφορῶν
- ἀχθοφορέωbear burdenspres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀχθοφόρων — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… … Dictionary of Greek
καπούλι — και κάπουλο, το (Μ καπούλιν και καπούλιον και κάπουλο) [καπούλα] συν. στον πληθ. τα κάπουλα ή τα καπούλια τα νώτα από τη νεφρική χώρα μέχρι τους γλουτούς τών μεγάλων τετραπόδων και ιδίως τών αχθοφόρων νεοελλ. (σκωπτικά για ανθρώπους) οι γλουτοί,… … Dictionary of Greek
φόρταξ — ακος, ὁ, ΜΑ μσν. φορτικός, ενοχλητικός αρχ. 1. αχθοφόρος 2. φορτηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόν αξ). Η αρχική σημ. τής λ. «αχθοφόρος» εξελίχθηκε «επί κακώ» για να δηλώσει τον ενοχλητικό, πιθ. εξαιτίας τής κακής φήμης … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek